![]() |
- Ορισμός
Υγρότοποι
είναι φυσικές ή τεχνητές περιοχές
αποτελούμενες από έλη με ποώδη βλάστηση,
από μη αποκλειστικώς ομβροδίαιτα έλη με
τυρφώδες υπόστρωμα, από τυρφώδεις γαίες ή
από νερό. Οι περιοχές αυτές είναι μόνιμα ή
προσωρινά κατακλυζόμενες από νερό το οποίο
είναι στάσιμο ή τρεχούμενο, γλυκό, υφάλμυρο
ή αλμυρό και περιλαμβάνουν επίσης εκείνες
που καλύπτονται από θαλασσινό νερό το βάθος
του οποίου κατά τη ρηχία δεν υπερβαίνει τα
έξι μέτρα.
Oυσιώδη
γνωρίσματα της μεταβατικής ζώνης που
παρεμβάλλεται μεταξύ των μόνιμα
κατακλυσμένων και των καθαρά χερσαίων
περιοχών είναι η παρουσία υδροχαρούς
βλάστησης και η ύπαρξη υδρομορφικών εδαφών,
δηλαδή εδαφών που ανέπτυξαν ειδικά
γνωρίσματα ως αποτέλεσμα της υψηλής
υπόγειας στάθμης νερού.
Οι υγρότοποι, όσοι δεν έχουν εντελώς υποβαθμισθεί από τον Άνθρωπο, σφύζουν από ζωή. Ιδιαίτερα θαυμαστή είναι η πληθώρα υδρόβιων πουλιών που βρίσκουν εκεί χώρους για αναπαραγωγή, φώλιασμα, τροφή και ξεκούραση. Πολλά από τα είδη είναι μεταναστευτικά και προστατεύονται άμεσα ή έμμεσα από Διεθνείς Συμβάσεις (π.χ. Ραμσάρ, Βέρνης, Ρίο) και Κοινοτικές Οδηγίες (π.χ.79/409/ΕΟΚ για τα άγρια πουλιά). Eπίσης, πολλοί υγρότοποι προστατεύονται από την εθνική νομοθεσία, τη Σύμβαση Ραμσάρ και περιλαμβάνονται στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000.
Υπάρχουν
διάφοροι τρόποι ταξινόμησης των υγροτόπων
σε τύπους, π.χ. ανάλογα με τη ρέουσα ή
στάσιμη φύση των νερών, την αλατότητα του
νερού, τη γειτνίασή τους με θάλασσα, το
υπόστρωμά τους, με το αν είναι φυσικοί ή
τεχνητοί κλπ.
Οι πολύ γενικές κατηγορίες
στις οποίες συνηθίζεται να χωρίζονται οι
υγρότοποι στην Ελλάδα είναι: δέλτα,
έλη,
λίμνες,
λιμνοθάλασσες,
πηγές,
εκβολές,
ποταμοί,
τεχνητές λίμνες.
Δέλτα
ονομάζονται οι εκτάσεις που σχηματίζονται
από τα στερεά υλικά που μεταφέρουν οι
ποταμοί και τα εναποθέτουν στις εκβολές
τους. Μολονότι όλοι οι ποταμοί μεταφέρουν
στερεά υλικά, δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα
να σχηματίζουν δέλτα. Για να σχηματιστεί
ένα δέλτα, πρέπει να υπάρχει ευνοϊκός
συνδυασμός παραγόντων που σχετίζονται με
τα γνωρίσματα του ποταμού, της λεκάνης
απορροής του ποταμού και της θαλάσσιας
ακτής καθώς και με τις βροχοπτώσεις κλπ.
Δέλτα, για παράδειγμα, μπορεί να
σχηματίσουν και ποταμοί που εκβάλλουν σε
λίμνες.
Ανάλογα
με τους παράγοντες και τις διεργασίες
σχηματισμού τους, τα δέλτα μπορούν να
διακριθούν σε διάφορους μορφοδυναμικούς
τύπους: ακτινωτός, πέλματος πτηνού,
λοβοειδής, τοξοειδής. Μία από τις αιτίες των
διαφορών μεταξύ των δέλτα, ως προς τα
οικοσυστήματα που αυτά φιλοξενούν, είναι οι
διαφορές τους ως προς τον μορφοδυναμικό
τύπο.
Ένα
δέλτα, παρόλο που συνηθίζεται να θεωρείται
συνολικά υγρότοπος, στην πραγματικότητα
αποτελείται από μωσαϊκό διαφόρων τύπων
υγροτόπων αλλά και χερσαίων τοποθεσιών. Εάν
θέλει κάποιος να ακριβολογήσει, τα δέλτα
είναι ευρύτερες μονάδες τοπίου, οι οποίες
περικλείουν επιμέρους τύπους υγροτόπων. Οι
μονάδες αυτές έχουν προέλθει είτε από
φυσικές διεργασίες είτε από αποξηράνσεις.
Σε δέλτα μπορεί κάποιος να συναντήσει, εκτός από κοίτες ποταμών (τις περισσότερες φορές διευθετημένες–εγκιβωτισμένες), λιμνοθάλασσες, παράκτια αλοέλη (δηλαδή αλμυρά έλη), υγρολίβαδα, παρόχθια δάση και παρόχθιους θαμνώνες, αλυκές, ορυζώνες, στραγγιστικές τάφρους, αρδευτικές διώρυγες κλπ. που δεν έχουν πάντα σαφώς διακριτά όρια, και, όπως ήδη αναφέραμε, αποτελούν μωσαϊκό. Αυτή ακριβώς η εν είδει μωσαϊκού χωροδιάταξη των οικοσυστημάτων και η ποικιλότητά τους καθιστά τα δέλτα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα από άποψη μελέτης, χαρτογράφησης, χωρισμού σε επιμέρους διαχειριστικές ενότητες και λήψης μέτρων διαχείρισης. Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μονάδων ενός δέλτα οφείλονται κυρίως στους παράγοντες υδατικό καθεστώς και ορνιθοπανίδα.
Το
νερό στις διάφορες τοποθεσίες ενός δέλτα
μπορεί να είναι γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό. Η
αλατότητα κυμαίνεται από έτος σε έτος και
από εποχή σε εποχή του έτους.
Τα
οικοσυστήματα των ελληνικών δέλτα
καταπονούνται από την έλλειψη ικανής
ποσότητας γλυκού νερού κατά το θέρος, διότι
το γλυκό νερό των ποταμών οδηγείται στα
αρδευτικά δίκτυα. Ουσιαστικά έχει σχεδόν
διακοπεί η φυσική διεργασία του
εμπλουτισμού των δελταϊκών πεδιάδων με
θρεπτικά στοιχεία, τα οποία μετέφερε στις
πεδιάδες αυτές κάθε έτος το πλημμυρικό νερό
των ποταμών. Η καταπόνηση μπορεί να μειωθεί
αισθητά με την εφαρμογή σύγχρονων
προσεγγίσεων που αποσκοπούν στη βελτίωση
της αποτελεσματικότητας των αρδεύσεων.
Έλη
είναι πολύ ρηχές υδατοσυλλογές με μόνιμη ή
περιοδική κατάκλυση νερού (συνήθως
περιοδική). Οι ελώδεις εκτάσεις της Ελλάδος
καλύπτουν σήμερα ελάχιστο ποσοστό εκείνων
που υπήρχαν πριν από τις μεγάλες
αποξηράνσεις της δεκαετίας του 1920 και
μετέπειτα. Τα έλη (και τα συνώνυμά τους
τέλματα και βάλτοι) έχουν συνδεθεί επί
εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια με κάτι
ανθυγιεινό, δυσάρεστο και επικίνδυνο (ελονοσία,
ελώδης πυρετός, «βάλτωσε η προσπάθεια», «φτάσαμε
σε τέλμα» κλπ.). Στην καλύτερη περίπτωση
θεωρούνταν ως άχρηστοι τόποι για τους
οποίους η σωστότερη διαχείριση ήταν η
αποξήρανση. Πράγματι τα έλη, πριν από την
ευρεία εφαρμογή του εντομοκτόνου DDT
στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ευθύνονται
για τη μάστιγα της ελονοσίας. Η εχθρική αυτή
στάση έναντι των ελών στην Ελλάδα
συνεχίστηκε αμείωτη έως τα τέλη της
δεκαετίας του 1970. Για παράδειγμα, το 1978 οι
αρμόδιες αρχές είχαν δημοσιοποιήσει με
υπερηφάνεια την απόφασή τους να
αποξηράνουν όλα τα παράκτια έλη της
Χαλκιδικής προς όφελος του τουρισμού.
Σήμερα
τα έλη που μας απέμειναν προστατεύονται από
εθνικές, ευρωπαϊκές και διεθνείς
κανονιστικές πράξεις ως πολύτιμα
υγροτοπικά οικοσυστήματα με μεγάλη
ποικιλότητα ειδών. Οι αντιλήψεις της
ελληνικής κοινωνίας αλλάζουν. Για
παράδειγμα, οι κάτοικοι της Νέας Φώκαιας
Χαλκιδικής κατάφεραν το 1999 να αποτρέψουν
την αποξήρανση του ομώνυμου παράκτιου
έλους ύστερα από επίμονους αγώνες.
Τα
έλη μπορούν να χωριστούν σε παράκτια και
εσωτερικά. Τα παράκτια χωρίζονται σε
υφάλμυρα και αλμυρά (αλοέλη). Η αλατότητα
του νερού των αλοελών μπορεί το θέρος να
υπερβαίνει εκείνη του νερού της θάλασσας.
Τα αλμυρά και υφάλμυρα έλη βρίσκονται ως
επί το πλείστον δίπλα σε λιμνοθάλασσες και
φιλοξενούν είδη φυτών προσαρμοσμένων σε
συνθήκες υψηλής αλατότητας (αλόφυτα), όπως
αυτά του γένους Salicornia.
Η αλοφυτική βλάστηση παρουσιάζει
εντυπωσιακή ζώνωση σε πολλά έλη όπως στο
παράκτιο έλος του Αγίου Μάμα Χαλκιδικής.
Πολλά έλη γλυκού νερού σχηματίζονται στη
συμβολή δύο ρεουσών υδατοσυλλογών και
δίπλα από εσωτερικές λίμνες γλυκού νερού.
Αντίθετα
με τα έλη οι ελληνικές λίμνες ήταν πάντα
τόποι αγαπητοί εξαιτίας της υψηλής
οικονομικής σημασίας τους: αλιεύματα,
πόσιμο και αρδευτικό νερό, ηπιότερο κλίμα.
Τα πολύ παλιά χρόνια κτίζονταν και
κατοικίες μέσα σε λίμνες (στηριζόμενες σε
ξύλινους πασσάλους μπηγμένους στον πυθμένα)
για προστασία απέναντι σε άγρια ζώα, εύκολη
αλιεία κλπ.
Οι περισσότερες λίμνες είναι λίμνες γλυκού νερού και σχηματίζονται κατά το πλείστον μακριά από τις ακτές της θάλασσας ως αποτέλεσμα τεκτονικών ή ηφαιστειακών δυνάμεων ή από τη δράση των παγετώνων. Λιμνοθάλασσες μπορούν να μετατραπούν σε λίμνες γλυκού νερού, όταν για κάποιο λόγο διακοπεί η εισροή αλμυρού νερού από τη θάλασσα και υπάρχει ικανοποιητική εισροή γλυκού νερού από ρέουσες υδατοσυλλογές. Υπάρχουν και λίμνες με αλμυρό ή υφάλμυρο νερό, όταν το υπόστρωμά τους περιέχει πολλά διαλυτά άλατα ή όταν δέχονται εισροές αλμυρού νερού. Η λίμνη Βιστονίδα συνιστά ειδική περίπτωση από την άποψη ότι δέχεται εισροή γλυκού νερού από τη χέρσο (μέσω ποταμών και χειμάρρων) και αλμυρού νερού από τη θάλασσα με αποτέλεσμα να παρατηρείται διαβάθμιση της αλατότητας του νερού της από βορρά (χέρσος) προς νότο (Θρακικό πέλαγος). Από τις πρώτες φροντίδες του φορέα διαχείρισης αυτής της προστατευόμενης περιοχής εικάζεται ότι θα είναι η αντιμετώπιση της προϊούσας ύψωσης της αλατότητας από νότο προς βορρά, η οποία οφείλεται στα έργα που κατασκευάστηκαν στους εισρέοντες χειμάρρους και ποταμούς. Το πρόβλημα δεν είναι απλό διότι, σύμφωνα με κάποια εικασία, οι χείμαρροι και οι ποταμοί λόγω της απόθεσης φερτών υλικών θα προκαλέσουν στο μέλλον χωρισμό της Βιστονίδας στα δύο. Όμοια εικασία έχει γίνει και για τις λίμνες Βόλβη και Καστοριάς.
Οι
λίμνες θεωρούνται ότι έχουν πεπερασμένη
διάρκεια ζωής ακόμη και όταν μένουν
ελεύθερες από κάθε ανθρώπινη
κακομεταχείριση. Έλληνες επιστήμονες από
διάφορους χώρους (π.χ. Τμήμα Διαχείρισης
Φυσικού Περιβάλλοντος του ΥΠΕΧΩΔΕ,
Πανεπιστήμιο Πατρών, ΕΚΒΥ) έχουν επισημάνει
την ανάγκη μελέτης της εξελικτικής πορείας
των λιμνών μας. Ως εκ τούτου είναι εύλογο το
θέμα αυτό να απασχολήσει μεσοπρόθεσμα τους
φορείς διαχείρισης που έχουν την ευθύνη για
λιμναίους υγροτόπους.
Λιμνοθάλασσες είναι αβαθείς παράκτιες υδατοσυλλογές που επικοινωνούν με τη θάλασσα μέσω ενός, συνήθως, διαύλου. Ευνοϊκές συνθήκες σχηματισμού τους είναι οι εξής: επίπεδες και αμμώδεις ακτές, εκβολή ποταμού και κατάλληλη δράση των θαλασσίων ρευμάτων.
Το νερό των λιμνοθαλασσών προέρχεται από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα, από ποταμούς ή χειμάρρους και από τη θάλασσα. Πρόκειται για εξαιρετικώς δυναμικά συστήματα. Οι υδρολογικές συνθήκες και η αλατότητα του νερού μεταβάλλονται ταχύτατα. Μεταβολές, αλλά βραδύτερες, υφίσταται και η γεωμορφολογία τους.
Οι
λιμνοθάλασσες θεωρούνται από τα πιο
παραγωγικά οικοσυστήματα σε ψάρια υψηλής
εμπορικής αξίας. Επιτελούν σε υψηλό βαθμό
πολλές φυσικές λειτουργίες και ιδίως τη
λειτουργία της εξαγωγής τροφής (στη
γειτονική θαλάσσια ζώνη).
Οποιαδήποτε,
έστω και μικρή, ανθρώπινη παρέμβαση στις
λιμνοθάλασσες μπορεί να έχει δυσανάλογα
μεγάλες συνέπειες στην ισορροπία τους ως
προς την υδρολογία, την αλατότητα και τη
βιωτή τους. Ως εκ τούτου η μελέτη των
παραγόντων αυτών προκειμένου να εκπονηθεί
το σχέδιο διαχείρισής τους πρέπει να
βασίζεται, ει δυνατόν, σε πολυετή δεδομένα.
Επίσης η παρακολούθηση των απαραίτητων
γνωρισμάτων τους πρέπει να γίνεται σε πυκνά
χρονικά διαστήματα, ιδίως κατά τα πρώτα έτη
εφαρμογής του διαχειριστικού σχεδίου.
Πηγές
καλούνται οι τοποθεσίες από τις οποίες
συμβαίνει ελεύθερη εκροή υπόγειου νερού.
Συνήθως στην Ελλάδα οι τοποθεσίες αυτές
έχουν εμβαδόν πολύ λίγων τετραγωνικών
μέτρων και, σπανιότερα, μερικών εκατοντάδων
τετραγωνικών μέτρων. Πρέπει να τονιστεί
όμως ότι στην οικολογία των υγροτόπων με
τον όρο πηγή υποδηλώνεται όχι απλώς ο τόπος
από όπου αναβλύζει νερό αλλά όλο το
υγροτοπικό οικοσύστημα, του οποίου η
δημιουργία και η διατήρηση οφείλεται σε
αυτό το αναβλύζον, το πηγαίο νερό.
Τα
οικοσυστήματα των πηγών είναι από τα
σπανιότερα στην Ελλάδα και συνολικά
καλύπτουν ελάχιστη έκταση. Αυτό οφείλεται
τόσο στη σχετική σπανιότητα των τοποθεσιών
από όπου αναβλύζουν υπόγεια νερά αξιόλογου
όγκου όσο και στο γεγονός ότι τα πηγαία νερά
είναι γενικά υψηλής ποιότητας, οπότε
χρησιμοποιούνται κατά προτεραιότητα ως
πόσιμα. Εντούτοις υπάρχουν ακόμη πολύτιμα
οικοσυστήματα πηγών που διατηρούνται παρά
τη μείωσή τους σε έκταση και τις αλλοιώσεις
που έχουν υποστεί από τεχνικά έργα (υδρευτικά,
τουριστικά).
Μια
ιδιαίτερη κατηγορία πηγών είναι οι
θερμοπηγές. Το νερό πολλών θερμοπηγών
χρησιμοποιείται για θέρμανση χώρων ή για
ιαματικούς σκοπούς.
Το
χαμηλότερο και πιο διαπλατυσμένο τμήμα της
κοίτης ενός ποταμού, εκεί όπου συμβαίνει
μείξη του ποτάμιου νερού με το θαλασσινό
ονομάζεται εκβολή, ή συνηθέστερα εκβολές. Ο
ορισμός όμως αυτός δεν είναι ούτε εντελώς
σαφής ούτε αποδεκτός σε όλες τις χώρες.
Μείξη δεν συμβαίνει μόνο μέσα στην κοίτη
του ποταμού αλλά και στην αμέσως γειτονική
παραλιακή θαλάσσια ζώνη, άρα και αυτή η ζώνη
πρέπει λογικά να περιλαμβάνεται στον όρο
εκβολή. Ας σημειωθεί ότι στις ακτές της
Μεσογείου, σε αντίθεση με τις ακτές που
βρέχονται από τον Ατλαντικό, οι παλίρροιες
είναι αδύναμες, οπότε ελάχιστο ρόλο παίζουν
στη ρύθμιση της μείξης γλυκού και θαλάσσιου
νερού και στη δημιουργία εκβολικών
οικοσυστημάτων.
Η
κατανομή της αλατότητας σε μια εκβολή
επηρεάζεται από παράγοντες όπως η ροή του
ποταμού, ο πυθμένας και το σχήμα της εκβολής,
η εξάτμιση, ο άνεμος.
Οι
επιστήμονες που ασχολούνται με την
ανάπτυξη ενιαίας μεθόδου απογραφής και
χαρτογράφησης των υγροτόπων όλης της
Μεσογείου δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε
τελικά συμπεράσματα. Αυτό που έχει σημασία
είναι ότι το κύριο γνώρισμα που είναι
υπεύθυνο για την ιδιαιτερότητα των
εκβολικών οικοσυστημάτων είναι η ανάμειξη
γλυκού νερού στον χώρο και στον χρόνο. Από
την άποψη αυτή υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες
μεταξύ εκβολών και λιμνοθαλασσών με κύρια
διαφορά ότι στις εκβολές η επικοινωνία με
τη θάλασσα είναι πιο ελεύθερη. Υπάρχει και η
γνώμη ότι οι λιμνοθάλασσες και οι εκβολές
πρέπει να αποτελούν ενιαία κατηγορία
υγροτόπων.
Ποταμός
είναι μια επιμήκης υδατοσυλλογή με
τρεχούμενο νερό, το οποίο ρέει προς τα
κατάντη με τη βαρύτητα. Υπάρχουν ποταμοί με
συνεχή ροή και άλλοι με περιοδική ροή. Στις
ξηρές και ημίξηρες περιοχές συναντά κανείς
πολλούς ποταμούς με περιοδική ροή, και
μάλιστα εντελώς ακανόνιστη, ιδίως όταν το
υπόστρωμά τους αποτελείται από
ασβεστολιθικά υλικά.
Οι
όροι ποταμός και ρυάκι δεν είναι σαφώς
διαχωρισμένοι, διότι σε περιοχές με λίγες
βροχοπτώσεις ο όρος ποταμός αποδίδεται και
σε ρέουσες υδατοσυλλογές με στενή κοίτη και
μικρή παροχή. Για παράδειγμα, η ρέουσα
υδατοσυλλογή που διασχίζει το χωριό Άγιος
Γερμανός της περιοχής Πρεσπών ονομάζεται
ποταμός, ενώ αν συγκριθεί με τους ποταμούς
Αχελώο, Αξιό, Στρυμόνα κλπ. θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί απλώς ως ρυάκι.
Το
νερό των ποταμών προέρχεται κυρίως
απευθείας από τα ατμοσφαιρικά
κατακρημνίσματα και από την επιφανειακή
απορροή. Υπάρχουν περιπτώσεις τροφοδοσίας
ποταμών και με υπόγεια νερά ή με νερό λιμνών.
Οι
κύριοι φυσικοί παράγοντες που ρυθμίζουν
την ποιότητα του νερού ενός ποταμού είναι η
φύση της κοίτης του και της λεκάνης
απορροής του (τύποι και κλίσεις εδαφών,
μορφές κάλυψης γης) και το καθεστώς των
ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Ως εκ
τούτου η ποιότητα διαφέρει πολύ από εποχή
σε εποχή και κατά μήκος της κοίτης. Για
παράδειγμα, η διαύγεια του νερού μπορεί να
μειωθεί δραστικά λίγες ώρες ύστερα από μια
καταρρακτώδη βροχή που δέχτηκε η λεκάνη
απορροής του.
Μεγάλοι
πολιτισμοί σε όλο τον κόσμο γεννήθηκαν
δίπλα σε ποταμούς. Πολλοί ποταμοί έχουν
θεοποιηθεί. Τεράστιες και αναγνωρισμένες
από τα πανάρχαια χρόνια είναι οι
οικονομικές αξίες τους: υδρευτική,
αρδευτική, μεταφορική. Εντονότατες και οι
ανθρώπινες παρεμβάσεις που δέχθηκαν:
μετατόπιση κοίτης, εκβαθύνσεις,
εγκιβωτισμός κοίτης, φράγματα, λιμάνια,
εισροή λυμάτων. Η αναγνώριση όμως όλων των
αξιών των ποταμών έχει ιστορία λίγων αιώνων
(ιδιαίτερα του 20ου αιώνα). Η μελέτη των
ποτάμιων μορφών ζωής και της θεώρησης των
ποταμών ως οικοσυστημάτων έχει ακόμη πιο
πρόσφατη ιστορία.
Ποτάμια
οικοσυστήματα, υπό τη στενή έννοια, είναι
εκείνα των οποίων οι οργανισμοί είναι
προσαρμοσμένοι σε συνθήκες συνεχούς ροής
του νερού. Συχνά, όμως, τα ποτάμια
οικοσυστήματα εξετάζονται από κοινού με τα
παραποτάμια, δηλαδή, με εκείνα των οποίων το
υδατικό καθεστώς του εδάφους τους
εξαρτάται, κατ’ εξοχήν από το ποτάμιο νερό (εποχική
υπερχείλιση, πλάγια διήθηση).
Για λίγους ποταμούς της Ελλάδας υπάρχουν φορείς διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών που έχουν στην αρμοδιότητά τους όλο το μήκος της κοίτης και τη λεκάνη απορροής τους. Το γεγονός αυτό, καθώς και το ότι υπάρχουν σπουδαίοι ποταμοί στη βόρεια Ελλάδα που είναι διασυνοριακοί, επιβάλλει την ευρεία συνεργασία σε διεθνές επίπεδο. Η Οδηγία 2000/60/ΕΕ επιβάλλει ευρύτερη θεώρηση της διαχείρισης των ποτάμιων οικοσυστημάτων με βάση το υδατικό διαμέρισμα.
Η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ορίσει
επιστημονικό πλαίσιο για την παρακολούθηση
της οικολογικής ποιότητας των επιφανειακών
και υπόγειων υδάτων, το οποίο στην
περίπτωση των ποτάμιων υδάτων παρουσιάζει
ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες βιολογικές
πλευρές. Η εφαρμογή του πλαισίου αυτού
απαιτεί περισσότερους εξειδικευμένους
επιστήμονες από όσους υπάρχουν σήμερα στην
Ελλάδα.
Οι
τεχνητές λίμνες είναι η σπουδαιότερη
κατηγορία τεχνητών υγροτόπων της Ελλάδος
τόσο από την άποψη της έκτασης που
καλύπτουν όσο και από την άποψη του αριθμού
και των αξιών που έχουν αποκτήσει.
Ονομάζονται και τεχνητοί ταμιευτήρες. Η
λέξη ταμιευτήρας δείχνει και τους
περιορισμένους αρχικά σκοπούς που είχαν
τεθεί κατά τον σχεδιασμό και τη διαχείρισή
τους. Οι σκοποί αυτοί ήταν να αποταμιεύσουν
νερό ποταμών, ρυακιών ή και χειμάρρων ώστε
να αποκτήσουν οι ταμιευτήρες αξία
αντιπλημμυρική, υδρευτική, αρδευτική,
υδροηλεκτρική ή, συνηθέστερα, συνδυασμό
αυτών των αξιών. Το γεγονός ότι οι
περισσότερες τεχνητές λίμνες στηρίζουν
λιγότερο ή περισσότερο πολύτιμα υγροτοπικά
οικοσυστήματα και έχουν αποκτήσει με την
πάροδο του χρόνου και άλλες αξίες, π.χ.
βιολογική, αλιευτική, αναψυχής, δεν ήταν
απόρροια ηθελημένου σχεδιασμού αλλά «παρέμβασης»
της φύσης.
Η
κατασκευή τεχνητών λιμνών με φράγματα σε
ποταμούς είχε ως αποτέλεσμα να προστεθούν
οικοσυστήματα στο ελληνικό υγροτοπικό
κεφάλαιο αλλά και να υποστούν αλλοιώσεις
κατάντη οικοσυστήματα (ποτάμια,
παραποτάμια, εκβολικά κλπ.).
Οι
τεχνητές λίμνες είναι εφοδιασμένες με
κατασκευές (θυρίδες, αναχώματα), μέσω των
οποίων ρυθμίζεται η στάθμη του νερού τους
για να εξυπηρετούνται οι ανάγκες για τις
οποίες έχουν κατασκευαστεί. Σήμερα στις
ανάγκες αυτές περιλαμβάνεται και η ανάγκη
να διατηρούνται τα υγροτοπικά
οικοσυστήματα που οι τεχνητές λίμνες
συντηρούν. Προφανώς, όπως δείχνει το
παράδειγμα της Τεχνητής Λίμνης Κερκίνης, η
πλήρης ικανοποίηση όλων των αναγκών των
ανθρώπων και της φύσης είναι αδύνατη. Μια
ισορροπημένη ικανοποίηση αυτών των αναγκών
μπορεί να επιτύχει ο αρμόδιος φορέας
διαχείρισης. Η επιτυχία είναι θέμα
αρμονικής συνεργασίας όλων των χρηστών και
επίλυσης του σοβαρού προβλήματος της
αυξανόμενης εναπόθεσης φερτών υλικών στον
πυθμένα.
Οι υγρότοποι έχουν πολλαπλές αξίες για τον άνθρωπο, διότι:
η μεγάλη τους βιολογική ποικιλότητα είναι απαραίτητη για τη βελτίωση καλλιεργούμενων φυτών, αγροτικών ζώων και μικροοργανισμών, για ένα μέρος της επιστημονικής προόδου, ιδιαίτερα στην ιατρική, για πολλές τεχνολογικές καινοτομίες και για την ομαλή λειτουργία πολλών οικονομικών δραστηριοτήτων στις οποίες χρησιμοποιούνται ζωντανοί οργανισμοί,
δίνουν νερό για ύδρευση και άρδευση, εμπλουτίζουν τους υπόγειους υδροφορείς, προστατεύουν από πλημμύρες, ενεργούν ως φίλτρα καθαρισμού ρύπων, μειώνουν τις ζημίες από παγετούς και καύσωνες,
παράγουν αλιεύματα, συντηρούν θηράματα, δίνουν πλούσια τροφή σε αγροτικά ζώα,
παρέχουν ευκαιρίες για αναψυχή, άθληση, οικολογικό τουρισμό, εκπαίδευση και έρευνα,
είναι συνδεδεμένοι με την ιστορία, τη
μυθολογία και την πολιτιστική παράδοση.
Τα τελευταία
χρόνια παρουσιάζεται στην ελληνική
κοινωνία η τάση για αναγνώριση της
τεράστιας σημασίας των υγροτοπικών πόρων
της χώρας. Ωστόσο, η τάση αυτή δεν είναι
ακόμη αρκετά ισχυρή ώστε να ανακόψει την
υποβάθμιση που προκαλούν οι ασύνετες
πρακτικές που ασκούνται στους υγροτόπους
και τις λεκάνες απορροής τους. Η πορεία προς
την αειφορική διαχείριση των υγροτοπικών
και χερσαίων οικοσυστημάτων θα είναι
συνεπώς μακρά και δύσκολη. Δικαιούμαστε
όμως να αισιοδοξούμε, εφόσον διεξάγονται
συντονισμένες προσπάθειες διατήρησης και
οι κοινότητες γύρω από τις φυσικές περιοχές
εμπλέκονται ενεργά στη διατήρηση και
διαχείρισή τους.
Η
Ελλάδα έχει σήμερα περισσότερους από 400
μικρούς και μεγάλους υγροτόπους συνολικού
εμβαδού πάνω από 2 εκατομμύρια στρέμματα.
Πολλοί από αυτούς είναι σύνθετοι και
σχηματίζουν μωσαϊκό υγροτόπων ή υγροτοπικά
συμπλέγματα. Πριν από δύο γενεές η Ελλάδα
είχε τριπλάσια έκταση υγροτόπων.
Ο
αριθμός και το συνολικό εμβαδόν των
υγροτόπων στην Ελλάδα, με βάση την
προηγούμενη κατηγοριοποίηση,
παρουσιάζεται στον πίνακα 1 σύμφωνα με την
απογραφή που διενήργησε το ΕΚΒΥ το 1994. Είναι
βέβαιο ότι υπάρχουν τουλάχιστον άλλοι 15
υγρότοποι που δεν είχαν περιληφθεί σε
εκείνη την απογραφή. Αρκετοί από τους
υγροτόπους του πίνακα αποτελούν
συμπλέγματα περισσότερων υγροτόπων, που, αν
προσμετρούνταν ως ξεχωριστές εγγραφές, ο
συνολικός αριθμός, μαζί με εκείνους που
εντοπίστηκαν μεταγενέστερα, θα έφθανε τους
415 περίπου.
Οι πιο πλούσιες σε υγροτόπους περιοχές της χώρας είναι οι βόρειες και οι δυτικές (Πίνακας 2), γι’ αυτό και πάνω από αυτές παρατηρούνται οι σπουδαιότερες οδοί πτήσης των μεταναστευτικών πουλιών. Τα νησιά του Αιγαίου φιλοξενούν λίγους και μικρούς υγροτόπους, οι οποίοι όμως έχουν ιδιαίτερα αξιόλογη οικολογική σημασία.
ΤΥΠΟΣ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ |
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΑΝΑ
|
%
ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ |
ΕΜΒΑΔΟΝ |
% |
ΜΗΚΟΣ |
δέλτα |
12 |
3,2 |
680.300 |
33,58 |
- |
έλη |
75 |
19,8 |
58.326 |
2,88 |
- |
λίμνες |
56 |
14,8 |
597.673 |
29,50 |
- |
λιμνοθάλασσες |
60 |
15,9 |
287.665 |
14,20 |
- |
πηγές |
17 |
4,5 |
1331
|
0,06 |
- |
εκβολές |
42 |
11,1 |
42.646 |
2,10 |
- |
τεχνητές
λίμνες |
25
|
6,6 |
358.235 |
17,68 |
- |
ποταμοί |
91
|
24,1 |
- |
- |
4.268 |
ΣΥΝΟΛΟ |
378
|
100,0 |
2.026.176 |
100,0 |
4.268 |
Πίνακας
2.
Τύπος, αριθμός ανά τύπο και
εμβαδόν των υγροτόπων
ανά Γεωγραφικό Διαμέρισμα
|
ΤΥΠΟΣ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ |
|
|||||||||||||||||||||||||||
|
|
ΣΥΝΟΛΟ |
|||||||||||||||||||||||||||
|
|
|
|
|
|
|
|
ποταμοί |
|
||||||||||||||||||||
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
||||||||||||||||||||
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
||||||||||
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ-
ΘΡΑΚΗ
|
2 |
230.000 |
|
- |
- |
|
2 |
45.400 |
2 |
40.200 |
|
3 |
530 |
|
- |
- |
|
- |
- |
|
13 |
|
720 |
|
22 |
316.130 |
|
720 |
|
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ |
2 |
62.000 |
|
9 |
10.450 |
|
6 |
186.800 |
5 |
22.900 |
|
3 |
100 |
|
7 |
30.340 |
|
2 |
73.350 |
|
9 |
|
524 |
|
43 |
385.940 |
|
524 |
|
ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ |
- |
- |
|
- |
- |
|
6 |
136.844 |
- |
- |
|
- |
- |
|
- |
- |
|
3 |
76.600 |
|
7 |
|
493 |
|
16 |
213.444 |
|
493 |
|
ΘΕΣΣΑΛΙΑ |
1 |
26.000 |
|
13 |
2.019 |
|
3 |
970 |
4 |
685 |
|
3 |
96 |
|
2 |
156 |
|
3 |
29.350 |
|
8 |
|
649 |
|
37 |
59.276 |
|
649 |
|
ΗΠΕΙΡΟΣ |
4 |
247.500 |
|
2 |
650 |
|
13 |
32.140 |
3 |
2.130 |
|
1 |
85 |
|
1 |
400 |
|
2 |
54.000 |
|
8 |
|
466 |
|
34 |
336.905 |
|
466 |
|
ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ |
- |
- |
|
2 |
484 |
|
3 |
144 |
10 |
21.145 |
|
- |
- |
|
4 |
236 |
|
- |
- |
|
2 |
|
20 |
|
21 |
22.009 |
|
20 |
|
ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ |
1 |
66.500 |
|
5 |
6.345 |
|
8 |
166.450 |
9 |
170.000 |
|
1 |
80 |
|
5 |
3.870 |
|
2 |
30.500 |
|
10 |
|
350 |
|
41 |
443.745 |
|
350 |
|
ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ |
1 |
30.300 |
|
6 |
2.766 |
|
4 |
21.350 |
4 |
5.615 |
|
4 |
300 |
|
4 |
1.160 |
|
5 |
87.050 |
|
11 |
|
496 |
|
39 |
158.911 |
|
496 |
|
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ |
1 |
18.000 |
|
7 |
11.300 |
|
4 |
6.400 |
6 |
4.300 |
|
1 |
60 |
|
3 |
345 |
|
1 |
1.450 |
|
7 |
|
276 |
|
30 |
41.855 |
|
276 |
|
ΑΤΤΙΚΗ |
- |
- |
|
2 |
660 |
|
3 |
145 |
1 |
830 |
|
- |
- |
|
- |
- |
|
1 |
3.400 |
|
- |
|
- |
|
7 |
5.035 |
|
- |
|
ΝΗΣΙΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ |
- |
- |
|
12 |
16.560 |
|
- |
- |
6 |
13.350 |
|
- |
- |
|
2 |
750 |
|
1 |
2.000 |
|
1 |
|
8 |
|
22 |
32.660 |
|
8 |
|
ΝΗΣΙΑ ΝΟΤΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ |
- |
- |
|
11 |
3.902 |
|
3 |
430 |
7 |
2.520 |
|
- |
- |
|
- |
- |
|
2 |
220 |
|
6 |
|
65 |
|
29 |
7.072 |
|
65 |
|
ΚΡΗΤΗ |
- |
- |
|
6 |
3.190 |
|
1 |
600 |
3 |
3.990 |
|
1 |
80 |
|
14 |
5.389 |
|
3 |
315 |
|
9 |
|
201 |
|
37 |
13.564 |
|
201 |
|
EKBY, 2010 |